κομνηνοβλάστητος

κομνηνοβλάστητος
κομνηνοβλάστητος, -ον και κομνηνόβλαστος, -ον (Μ)
απόγονος τών αυτοκρατόρων Κομνηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριον όν. Κομνηνός + -βλάστητος (< βλαστάνω), πρβλ. α-βλάστητος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”